χωστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χωστός η χωστή το χωστό
      γενική του χωστού της χωστής του χωστού
    αιτιατική τον χωστό τη χωστή το χωστό
     κλητική χωστέ χωστή χωστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χωστοί οι χωστές τα χωστά
      γενική των χωστών των χωστών των χωστών
    αιτιατική τους χωστούς τις χωστές τα χωστά
     κλητική χωστοί χωστές χωστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χωστός < χωννύω

Επίθετο[επεξεργασία]

χωστός

  1. που έχει σχηματιστεί με συσσώρευση χώματος
  2. που εισχωρεί σε βάθος (χωστά)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χωστός < χώννυμι

Επίθετο[επεξεργασία]

χωστός,ή,όν

  1. που έχει χωθεί, έχει σκαφτεί
    ἐν χωστοῖς τάφοις κεῖνται
  2. που σχηματίστηκε με επιχωμάτωση, με συσσώρευση χώματος

Συγγενικά[επεξεργασία]