χόρδισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χόρδισμα τα χορδίσματα
      γενική του χορδίσματος των χορδισμάτων
    αιτιατική το χόρδισμα τα χορδίσματα
     κλητική χόρδισμα χορδίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χόρδισμα < (κουρντίζω > κουρδίζω > κούρδισμα) λογιότερο χορδίζω, χορδισ- + -μα [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χόρδισμα ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη χορδή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. χορδή - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.