χόρδισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χόρδισμα ουδέτερο
- (λόγιο, μουσική) το τέντωμα των χορδών ενός έγχορδου οργάνου, ώστε να αποδίδεται η επιθυμητή τονικότητα και αρμονία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη χορδή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χόρδισμα
→ δείτε τη λέξη κούρδισμα |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ χορδή - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.