χύσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χύσις < χέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χύσις θηλυκό

  1. ροή, αφθονία
  2. χύσιμο
  3. τήξη