χύτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χύτρα | οι | χύτρες |
γενική | της | χύτρας | των | χυτρών |
αιτιατική | τη | χύτρα | τις | χύτρες |
κλητική | χύτρα | χύτρες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χύτρα < (λόγιο) αρχαία ελληνική χύτρα < χέω και σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Schnell kockhtopf[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /'çi.tra/
- συλλαβισμός : χύ‐τρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χύτρα θηλυκό
- μεγάλη κατσαρόλα
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- χύτρα ταχύτητας: ειδική ανθεκτική κατσαρόλα με βαλβίδα εκτόνωσης και αεροστεγές κλείσιμο για γρήγορο μαγείρεμα
[επεξεργασία]
- εγχυτρισμός
- Χύτρα (τοπωνύμιο)
- χυτρισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χύτρα
[επεξεργασία]
- ↑ «χύτρα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | χύτρα | χύτρα | χῦτραι |
Γενική | χύτρας | χύτραιν | χυτρῶν |
Δοτική | χύτρᾳ | χύτραιν | χύτραις |
Αιτιατική | χύτραν | χύτρα | χύτρας |
Κλητική | χύτρα | χύτρα | χῦτραι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χύτρα < χυτός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χύτρα θηλυκό ( & ιωνικοί τύποι: η κύθρα, ο κύθρος και η κύτρα, ο κύτρος)
- πήλινο αγγείο για να βράζει κάτι μέσα του, τσουκάλι
- στον πληθυντικό, χύτραι: το τμήμα της αγοράς όπου πουλούνταν χύτρες
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- χυτρεοῦς θεός : θεός από κεραμεικό, ψεύτικος, ανίκανος να βοηθήσει
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)