χώρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χώρος | οι | χώροι |
γενική | του | χώρου | των | χώρων |
αιτιατική | τον | χώρο | τους | χώρους |
κλητική | χώρε | χώροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χώρος < αρχαία ελληνική χῶρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χώρος αρσενικό
- (φιλοσοφία) θεμελιώδης έννοια, παράλληλη με την έννοια του χρόνου, το πλαίσιο μέσα στο οποίο υπάρχουν όλα τα υλικά σώματα και μέσα στο οποίο καθορίζεται η θέση τους
- (γεωμετρία) το τρισδιάστατο σύστημα αναφοράς που χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί η θέση ενός σημείου
- οποιαδήποτε τρισδιάστατη έκταση
- ο κενός ή διαθέσιμος τόπος
- τόπος για συγκεκριμένη χρήση, π.χ κτήριο, δωμάτιο, οικόπεδο κ.λπ
- (γενικότερα) ο τόπος όπου κάτι ζει, υπάρχει ή διεξάγεται
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- χωροβάτης
- χωροδικτύωμα
- χωροθέτηση, χωροθετώ
- χωρομέτρηση, χωρομετρία, χωρομετρικός, χωρομετρώ
- χωροταξία
- χωροφύλακας
- χωροχρόνος