χῶσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χῶσῐς αἱ χώσεις
      γενική τῆς χώσεως τῶν χώσεων
      δοτική τῇ χώσει ταῖς χώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν χῶσῐν τὰς χώσεις
     κλητική ! χῶσῐ χώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χώσει
γεν-δοτ τοῖν  χωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χῶσις < χώννυμι, αοριστικό θέμα χωσ- + -ις

Επίθετο[επεξεργασία]

χῶσις θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

νέα ελληνικά:

Πηγές[επεξεργασία]