ψάλλομαι
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψάλλομαι < μεταγενέστερη ελληνική ψάλλομαι < αρχαία ελληνική ψάλλω
Ρήμα[επεξεργασία]
ψάλλομαι και ψέλνομαι (ψάλλομαι, ψαλλόμουν, θα ψαλθώ - θα ψάλλομαι, ψάλθηκα, έχω/είχα/θα έχω ψαλθεί)
- για κάτι που τραγουδιέται σε ειδικό ρυθμό από χορωδία ή από ψάλτη (συνήθως για ύμνους)
- Χτες ψάλθηκε το Τροπάριο της Κασσιανής (και αρχαϊζων αόριστος "εψάλη")
- το ψαλλόμενο τροπάριο (που ψέλνεται, ψάλλεται τώρα)
- το ψαλθέν τροπάριο (που ψάλθηκε, με αρχαϊζουσα μετοχή της καθαρεύουσας)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψάλλομαι