ψάλλω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψάλλω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψάλλω (ψέλνω ψαλμούς με συνοδεία άρπας) < αρχαία σημασία: παίζω χορδές οργάνου. Συγκρίνετε με το ψέλνω.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpsa.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψάλ‐λω
Ρήμα
[επεξεργασία]ψάλλω, πρτ.: έψαλλα, στ.μέλλ.: θα ψάλω, αόρ.: έψαλα, παθ.φωνή: ψάλλομαι
- (λόγιο) ψέλνω, τραγουδώ τροπάρια και ύμνους στην εκκλησία ή αλλού
- ※ Όταν δε κατά την εσπέραν των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς επιτρέπεται εις μίαν ομάδα βρακοφόρων Ναξίων να ψάλλουν τα κάλλανδα και να χορεύουν εις το καφενείον, ο Τριζώνης δεν ευρίσκει ησυχίαν
- Ιωάννης Κονδυλάκης (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος))
- ※ Όταν δε κατά την εσπέραν των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς επιτρέπεται εις μίαν ομάδα βρακοφόρων Ναξίων να ψάλλουν τα κάλλανδα και να χορεύουν εις το καφενείον, ο Τριζώνης δεν ευρίσκει ησυχίαν
- τραγουδάω τον εθνικό ύμνο
- μαλώνω, κατσαδιάζω κάποιον για ένα ατόπημα ή λάθος του
του τα έψαλα → δείτε τα ψέλνω και ψέλνω- ※ μ' αν δεν είνε; Τι θα γίνη τότες τι θα μας ψάλλουν τ' άλλα τα χωριά; Ένας δισταγμός ζωγραφήθηκε αμέσως σε πολλά πρόσωπα· μερικοί κούνησαν το κεφάλι· σύμφωνοι. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, «Ο Αρχαιολόγος»)
- εξυμνώ με ποίηση ή τραγούδι, εξιστορώ] ποιητικά
Το ποίημα ψάλλει την ελευθερία.
- (μεταφορικά) τραγουδάω κάτι σχετικά μονότονο
- ※ Γιατί δεν εφωτίζετο της Βέρας μου το δώμα; πώς της γλυκείας μου φωνής δεν ήκουε τους ήχους; ίσως κοιμάται, έλεγα, 'στο απαλό της στρώμα, κι' εκτύπων οι οδόντες μου εξ έρωτος και ψύχους. Και έψαλλαν και έψαλλαν τα χείλη μου τα κρύα, κι' εχάνοντο εις το κενόν οι φλογεροί μου πόθοι, ως ότου πια του τραγουδιού η τόση αρμονία εκόλλησε 'στο στόμα μου και απεκρυσταλλώθη (Γεώργιος Σουρής(Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος))
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ψέλνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]με θέμα ψαλλ-
→ και δείτε τη λέξη ψέλνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψάλλω
|
( → δείτε τη λέξη ψέλνω |
Πηγές
[επεξεργασία]- ψέλνω, ψάλλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ψάλλω, ψέλνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ψάλλω | παθητικό: ψάλλομαι |
| Παρατατικός | έψαλλον | |
| Μέλλοντας | ψαλῶ | |
| Αόριστος | ἔψηλα - ἔψαλα | |
| Παρακείμενος | ἔψαλκα | |
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψάλλω < *ψάλ-jω (ανάλογος σχηματισμός με το πάλλω, σφάλλω· εκφραστικός όρος σχηματισμένος όπως το ψαθάλλω (θρυμματίζω) άγνωστης ετυμολογίας και το ψηλαφῶ (-άω) [1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
[επεξεργασία]ψάλλω
- αγγίζω σχετικά δυνατά, συνήθως κάτι που τεντώνεται, πάλλεται (χορδή τόξου, χρωματισμένη κλωστή του ράφτη με την οποία σημαδεύει το ύφασμα)
πέλτας θ᾽ ὅσοι πάλλουσι καί τόξων χερί ψάλλουσι νευράς, ὡς ἐπιστρατεύσομεν (Ευριπίδης)
- μαδάω, αποσπώ, τραβάω με δύναμη κάτι ελαστικό σαν την τρίχα των μαλλιών
καὶ ψάλλ᾽ ἔθειραν καὶ κατοίκτισαι στρατόν (: και το στρατό μας κλαίγοντας, τράβα σου τα μαλλιά -Πέρσαι, Αισχ. 1062, απόδοση Γρυπάρη)
- αγγίζω με ένταση και παίζω έγχορδο όργανο με τα δάχτυλα -όχι με πλήκτρα
ψαλλομένη χορδή (Αριστοτέλης)
- (ελληνιστική σημασία) τραγουδάω με συνοδεία άρπας
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: ψάλλω
- (παθητική φωνή ψάλλομαι για χορδή)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Εκτός από ενεστωτικούς τύπους του ψάλλω και τον αόριστο ἔψηλα (απαρέμφατο ψῆλαι), οι υπόλοιποι τύποι ανήκουν στην ελληνιστική κοινή.
Παράγωγα
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ψάλλω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- ψάλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψάλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Εκφραστικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)