ψένω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψένω μεσαιωνική ελληνική εκφορά του ψήνω < από τύπους ἧψον ή ἡψήθην ή ἡψημένος του αρχαίου ἕψω (μαγειρεύω)

Ρήμα[επεξεργασία]

ψένω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]