ψήλωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ψήλωμα | ψηλώματα |
γενική | ψηλώματος | ψηλωμάτων |
αιτιατική | ψήλωμα | ψηλώματα |
κλητική | ψήλωμα | ψηλώματα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψήλωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του ψηλώνω, η διαδικασία, η φάση της ανάπτυξης σε ανθρώπους, φυτά και ζώα, αλλά και η απόκτηση επιπλέον ύψους σε αντικείμενα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψήλωμα