ψήνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψήνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ψήνω
Ρήμα[επεξεργασία]
ψήνομαι, πρτ.: ψηνόμουν, στ.μέλλ.: θα ψηθώ, αόρ.: ψήθηκα, μτχ.π.π.: ψημένος
- για φαγητό που ετοιμάζεται στο φούρνο ή στα κάρβουνα
- το φαγητό ψήνεται στους 200 βαθμούς για δύο ώρες
- (μεταφορικά) με ζεσταίνει υπερβολικά κάτι
- οι οικοδόμοι ψήνονται κάτω από τον καυτό ήλιο
- (κατ' επέκταση) έχω υπερβολικά μεγάλη θερμοκρασία σώματος
- ψήνομαι στον πυρετό
- σκέφτομαι να κάνω κάτι
- ψήνομαι ν' αγοράσω καινούριο υπολογιστή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψήνομαι