ψήσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψήσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του ψήνω
- η παρασκευή φαγητού στο φούρνο ή στα κάρβουνα
- το καθιερωμένο πασχαλιάτικο ψήσιμο του οβελία
- η σωματική ταλαιπωρία που συνεπάγονται οι υψηλές θερμοκρασίες του περιβάλλοντος ή ο πυρετός
- η σκληραγώγηση
- η προσπάθεια να πείσεις κάποιον να προχωρήσει σε μια ενέργεια ή να συμφωνήσει σε κάτι
- η παρασκευή φαγητού στο φούρνο ή στα κάρβουνα