ψίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψίκι | τα | ψίκια |
γενική | του | ψικιού | των | ψικιών |
αιτιατική | το | ψίκι | τα | ψίκια |
κλητική | ψίκι | ψίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψίκι < μεσαιωνική ελληνική ψίκιν < ὀψίκιον < ὀβσέκουιον < λατινικό obsequium (η ακολουθία, η συνοδεία)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψίκι ουδέτερο
- (παρωχημένο) η πομπή, η ακολουθία του γάμου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψίκι