ψίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψίκι τα ψίκια
      γενική του ψικιού των ψικιών
    αιτιατική το ψίκι τα ψίκια
     κλητική ψίκι ψίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψίκι < μεσαιωνική ελληνική ψίκιν < ὀψίκιον < ὀβσέκουιον < λατινικό obsequium (η ακολουθία, η συνοδεία)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψίκι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]