ψαθωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψαθωτός η ψαθωτή το ψαθωτό
      γενική του ψαθωτού της ψαθωτής του ψαθωτού
    αιτιατική τον ψαθωτό την ψαθωτή το ψαθωτό
     κλητική ψαθωτέ ψαθωτή ψαθωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψαθωτοί οι ψαθωτές τα ψαθωτά
      γενική των ψαθωτών των ψαθωτών των ψαθωτών
    αιτιατική τους ψαθωτούς τις ψαθωτές τα ψαθωτά
     κλητική ψαθωτοί ψαθωτές ψαθωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψαθωτός < ψάθ(α) + -ωτός [1]

Επίθετο[επεξεργασία]

ψαθωτός, -ή, -ό

  1. αυτός που μοιάζει με ψάθινος χωρίς να είναι (κατά το "ψαθοειδής") αλλά και ο όντως ψάθινος, αυτός που είναι δηλαδή πράγματι από ψάθα ή άχυρο
  2. που είναι γεμισμένος με ψάθα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]