ψαλίδωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψαλίδωμα τα ψαλιδώματα
      γενική του ψαλιδώματος των ψαλιδωμάτων
    αιτιατική το ψαλίδωμα τα ψαλιδώματα
     κλητική ψαλίδωμα ψαλιδώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψαλίδωμα < ψαλιδώνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψαλίδωμα ουδέτερο

  1. τραυματίζω κάποιον με ψαλίδι, του μπήγω το ψαλίδι
  2. παλιότερα σήμαινε κατασκευή με αψίδα ή θόλο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]