ψαλίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ψαλίς | αἱ | ψαλίδες |
γενική | τῆς | ψαλίδος | τῶν | ψαλίδων |
δοτική | τῇ | ψαλίδῐ | ταῖς | ψαλίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ψαλίδᾰ | τὰς | ψαλίδᾰς |
κλητική ὦ! | ψαλίς* | ψαλίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψαλίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψαλίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψαλίς < αβέβαιης ετυμολογίας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψαλίς θηλυκό
- ψαλίδι
- χαμηλό οικοδόμημα με οξυγώνια στέγη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πατρίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πατρίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)