ψαλίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψαλίς αἱ ψαλίδες
      γενική τῆς ψαλίδος τῶν ψαλίδων
      δοτική τῇ ψαλίδ ταῖς ψαλίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ψαλίδ τὰς ψαλίδᾰς
     κλητική ! ψαλίς* ψαλίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψαλίδε
γεν-δοτ τοῖν  ψαλίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψαλίς < αβέβαιης ετυμολογίας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψαλίς θηλυκό

  1. ψαλίδι
  2. χαμηλό οικοδόμημα με οξυγώνια στέγη