ψαλαφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψαλαφώ < αρχαία ελληνική ψηλαφῶ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /psa.laˈfɔ/

Ρήμα[επεξεργασία]

ψαλαφώ

Παροιμίες[επεξεργασία]

  • καλανταρί αγγούρεα ψαλαφά: πρωτοχρονιάτικα αγγούρια αναζητά (γι'αυτόν που ζητά κάτι παράκαιρα)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

κοινή νεοελληνική