ψαλιδιστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψαλιδιστός η ψαλιδιστή το ψαλιδιστό
      γενική του ψαλιδιστού της ψαλιδιστής του ψαλιδιστού
    αιτιατική τον ψαλιδιστό την ψαλιδιστή το ψαλιδιστό
     κλητική ψαλιδιστέ ψαλιδιστή ψαλιδιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψαλιδιστοί οι ψαλιδιστές τα ψαλιδιστά
      γενική των ψαλιδιστών των ψαλιδιστών των ψαλιδιστών
    αιτιατική τους ψαλιδιστούς τις ψαλιδιστές τα ψαλιδιστά
     κλητική ψαλιδιστοί ψαλιδιστές ψαλιδιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψαλιδιστός < ψαλιδίζω

Επίθετο[επεξεργασία]

ψαλιδιστός

  1. ψαλιδισμένος, που τον έχουν κόψει με ψαλίδι
  2. ψαλιδωτός
  3. που τον έχουν κόψει με οποιοδήποτε τρόπο, αλλά το αποτέλεσμα είναι σαν να τον έχουν κόψει με ψαλίδι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]