ψαλιδόγλωσσος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψαλιδόγλωσσος η ψαλιδόγλωσση το ψαλιδόγλωσσο
      γενική του ψαλιδόγλωσσου της ψαλιδόγλωσσης του ψαλιδόγλωσσου
    αιτιατική τον ψαλιδόγλωσσο την ψαλιδόγλωσση το ψαλιδόγλωσσο
     κλητική ψαλιδόγλωσσε ψαλιδόγλωσση ψαλιδόγλωσσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψαλιδόγλωσσοι οι ψαλιδόγλωσσες τα ψαλιδόγλωσσα
      γενική των ψαλιδόγλωσσων των ψαλιδόγλωσσων των ψαλιδόγλωσσων
    αιτιατική τους ψαλιδόγλωσσους τις ψαλιδόγλωσσες τα ψαλιδόγλωσσα
     κλητική ψαλιδόγλωσσοι ψαλιδόγλωσσες ψαλιδόγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψαλιδόγλωσσος < ψαλίδι + -ο- + γλώσσα + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

ψαλιδόγλωσσος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]