ψαλμοί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Κλιτή μορφή ουσιαστικού[επεξεργασία]
ψαλμοί αρσενικό
- ψαλμός, στην ονομαστική και την κλητική του πληθυντικού