ψαλμωδία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψαλμωδία < από το ψαλμωδός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψαλμωδία θηλυκό και ψαλμουδιά θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]και
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψαλμωδία
|