ψαλτήρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψαλτήρι τα ψαλτήρια
      γενική του ψαλτηριού των ψαλτηριών
    αιτιατική το ψαλτήρι τα ψαλτήρια
     κλητική ψαλτήρι ψαλτήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψαλτήρι < αρχαία ελληνική ψαλτήριον < ψάλλω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψαλτήρι ουδέτερο

  1. ψαλτήριο, εκκλησιαστικό βιβλίο ψαλμών
  2. υπερυψωμένος χώρος για τους ψάλτες μέσα στις εκκλησίες
  3. (μεταφορικά) γκρίνια, συνεχής και επαναλαμβανόμενη έκφραση παραπόνων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]