ψαλτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψαλτικός η ψαλτική το ψαλτικό
      γενική του ψαλτικού της ψαλτικής του ψαλτικού
    αιτιατική τον ψαλτικό την ψαλτική το ψαλτικό
     κλητική ψαλτικέ ψαλτική ψαλτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψαλτικοί οι ψαλτικές τα ψαλτικά
      γενική των ψαλτικών των ψαλτικών των ψαλτικών
    αιτιατική τους ψαλτικούς τις ψαλτικές τα ψαλτικά
     κλητική ψαλτικοί ψαλτικές ψαλτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψαλτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ψαλτικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]