ψαρής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψαρής | η | ψαριά | το | ψαρί |
γενική | του | ψαρή & ψαριού |
της | ψαριάς | του | ψαριού (ψαρί) |
αιτιατική | τον | ψαρή | την | ψαριά | το | ψαρί |
κλητική | ψαρή | ψαριά | ψαρί | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψαριοί | οι | ψαριές | τα | ψαριά |
γενική | των | ψαριών | των | ψαριών | των | ψαριών |
αιτιατική | τους | ψαριούς | τις | ψαριές | τα | ψαριά |
κλητική | ψαριοί | ψαριές | ψαριά | |||
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. Και άκλιτο για όλα τα γένη, ψαρί. Δείτε και τη μορφή ψαρός, ψαριά, ψαρό. | ||||||
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /psaˈɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψα‐ρής
Επίθετο
[επεξεργασία]ψαρής, -ιά, -ί και άκλιτο ψαρί
- άλλη μορφή του ψαρός
Παράγωγα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψαρής
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ψαρός, ψαρής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας