ψαραγορά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψαραγορά θηλυκό
- (αλιεία) αγορά, κέντρο εμπορίου, στο οποίο διατίθεται μόνον ψάρια
- ≈ συνώνυμα: ιχθυαγορά (λόγιο), ψαροπάζαρο (λαϊκότροπο)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψαραγορά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς κατάληξη '-ιά' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψαρ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αλιεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)