ψαραγορά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψαραγορά οι ψαραγορές
      γενική της ψαραγοράς των ψαραγορών
    αιτιατική την ψαραγορά τις ψαραγορές
     κλητική ψαραγορά ψαραγορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ψαραγορά στο Παλέρμο της Σικελίας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψαραγορά < ψαρ- + αγορά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψαραγορά θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]