ψαροκασέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψαροκασέλα | οι | ψαροκασέλες |
γενική | της | ψαροκασέλας | — | |
αιτιατική | την | ψαροκασέλα | τις | ψαροκασέλες |
κλητική | ψαροκασέλα | ψαροκασέλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψαροκασέλα θηλυκό
- (αλιεία) ξύλινο πλατύ και ρηχό κιβώτιο, που δίνει τη δυνατότητα στα νερά από τους πάγους να φεύγουν και χρησιμοποιείται από ψαράδες και ιχθυοπώλες για τη μεταφορά ψαριών
- (μεταφορικά, μειωτικό) γυναίκα άσχημη και αδύνατη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψαροκασέλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αλιεία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)