ψαρομανάβικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψαρομανάβικο < ψαρομανάβης + -ικο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψαρομανάβικο ουδέτερο
- το κατάστημα του ψαρομανάβη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψαρομανάβικο
|