ψαροφαγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψαροφαγία οι ψαροφαγίες
      γενική της ψαροφαγίας των ψαροφαγιών
    αιτιατική την ψαροφαγία τις ψαροφαγίες
     κλητική ψαροφαγία ψαροφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψαροφαγία < ψαρο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψαροφαγία θηλυκό

  1. το να τρώει κανείς πολλά ψάρια
  2. το να τρέφεται κανείς κυρίως με ψάρια
     συνώνυμα: ιχθυοφαγία
  3. (πτηνό) το πτηνό αλκυόνα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]