ψαρούκλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψαρούκλα | οι | ψαρούκλες |
γενική | της | ψαρούκλας | — | |
αιτιατική | την | ψαρούκλα | τις | ψαρούκλες |
κλητική | ψαρούκλα | ψαρούκλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψαρούκλα < ψάρ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -ούκλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψαρούκλα θηλυκό
- (κυριολεκτικά) το μεγάλο ψάρι
- ↪ χτες έπιασε μια ψαρούκλα τόσο μεγάλη που, επειδή δεν θα τον πίστευαν, αμέσως πόζαρε κρατώντας την και με παρακάλεσε να τον βγάλω φωτογραφία
- (στρατιωτική αργκό) ο νεοσύλλεκτος στρατιώτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψαρούκλα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Στιχούργημα των φαντάρων του Ελληνικού Στρατού (ξηράς) που τελείωσαν ή αναμένουν την ολοκλήρωση της θητείας τους.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -ούκλα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτική αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)