ψαρόλαδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψαρόλαδο | τα | ψαρόλαδα |
γενική | του | ψαρόλαδου | των | ψαρόλαδων |
αιτιατική | το | ψαρόλαδο | τα | ψαρόλαδα |
κλητική | ψαρόλαδο | ψαρόλαδα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψαρόλαδο < ψάρι + -ο- + λάδι + -ο (πβ. αρχαία ελληνική ὀψαρέλαιον)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψαρόλαδο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το ιχθυέλαιο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψαρόλαδο
|