Μετάβαση στο περιεχόμενο

ψείρας

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψείρας < ψείρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψείρας αρσενικό, πληθ.: ψείρες

  • αυτός που, από χαρακτήρα, ασχολείται εξαντλητικά με τις λεπτομέρειες

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]