ψείρας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψείρας < ψείρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψείρας αρσενικό, πληθ.: ψείρες
- αυτός που, από χαρακτήρα, ασχολείται εξαντλητικά με τις λεπτομέρειες
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- σχολαστικός
- ενίοτε σημαίνει και: υποχόνδριος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψείρας