ψεκαστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψεκαστήρας < ψεκαστήρ στην καθαρεύουσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψεκαστήρας αρσενικό
- μηχανισμός για ψέκασμα, ράντισμα, γενικά για ρήψη μικρής ποσότητας υγρού σε αναλογικά μεγάλη διασπορά ή σε σχετικά μεγάλη έκταση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψεκαστήρας