ψεκτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ψεκτά < ψεκτός + -ά < αρχαία ελληνική ψέκτης < ψέγω
Επίρρημα[επεξεργασία]
ψεκτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψεκτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ψεκτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψεκτό