ψευδάργυρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψευδάργυρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψευδάργυρος < (ψευδής) ψευδ- + ἄργυρος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psevˈðaɾ.ʝi.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψευ‐δάρ‐γυ‐ρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψευδάργυρος | οι | ψευδάργυροι |
γενική | του | ψευδάργυρου & ψευδαργύρου |
των | ψευδάργυρων & ψευδαργύρων |
αιτιατική | τον | ψευδάργυρο | τους | ψευδάργυρους & ψευδαργύρους |
κλητική | ψευδάργυρε | ψευδάργυροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ψευδάργυρος αρσενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 30 και χημικό σύμβολο το Zn
- (λόγιο) τσίγκος
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψευδάργυρος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψευδάργυρος αρσενικό (ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές[επεξεργασία]
- ψευδάργυρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψευδάργυρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψευδ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)