ψευδαργυρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψευδαργυρικός η ψευδαργυρική το ψευδαργυρικό
      γενική του ψευδαργυρικού της ψευδαργυρικής του ψευδαργυρικού
    αιτιατική τον ψευδαργυρικό την ψευδαργυρική το ψευδαργυρικό
     κλητική ψευδαργυρικέ ψευδαργυρική ψευδαργυρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψευδαργυρικοί οι ψευδαργυρικές τα ψευδαργυρικά
      γενική των ψευδαργυρικών των ψευδαργυρικών των ψευδαργυρικών
    αιτιατική τους ψευδαργυρικούς τις ψευδαργυρικές τα ψευδαργυρικά
     κλητική ψευδαργυρικοί ψευδαργυρικές ψευδαργυρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψευδαργυρικός < ψευδάργυρος

Επίθετο[επεξεργασία]

ψευδαργυρικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]