ψευδοδάνειο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψευδοδάνειο τα ψευδοδάνεια
      γενική του ψευδοδάνειου των ψευδοδάνειων
    αιτιατική το ψευδοδάνειο τα ψευδοδάνεια
     κλητική ψευδοδάνειο ψευδοδάνεια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψευδοδάνειο < ψευδο- + δάνειο, → δείτε  αγγλική pseudo-loan • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψευδοδάνειο ουδέτερο

  1. (γλωσσολογία) όρος που δίνει την εντύπωση ότι είναι γλωσσικό δάνειο από άλλη γλώσσα, έχει σχηματιστεί από στοιχεία της γλώσσας αυτής, αλλά δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό της
    • παράδειγμα: ο όρος μπον βιβέρ είναι ψευδογαλλισμός. Δεν υπάρχει τέτοιος όρος στα γαλλικά, αλλά μας ήρθε από τα αγγλικά. Στα γαλλικά υπάρχει το bon (καλός), υπάρχει το viveur, αλλά η σημαίσα του «μπον βιβέρ» αντιστοιχεί στο bon vivant
    • παράδειγμα: ο όρος click away δεν υπάρχει στα αγγλικά με τη σημασία που χρησιμοποιήθηκε στα ελληνικά
  2. (καταχρηστικά) αντί του ψευτοδάνειο
    αυτά τα ψευδοδάνεια ναυάγησαν την οικονομία αντί να βοηθήσουν

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]