ψευδολέξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψευδολέξη | οι | ψευδολέξεις |
γενική | της | ψευδολέξης | των | ψευδολέξεων |
αιτιατική | την | ψευδολέξη | τις | ψευδολέξεις |
κλητική | ψευδολέξη | ψευδολέξεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψευδολέξη < ψευδο- + λέξη (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pseudoword)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψευδολέξη θηλυκό
- (γλωσσολογία) μία ψεύτικη / επίπλαστη λέξη, που από άποψης ορθογραφίας, φωνολογίας κ.λπ. μοιάζει υπαρκτή / πραγματική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψευδο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)