ψευδοπροσωπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψευδοπροσωπία οι ψευδοπροσωπίες
      γενική της ψευδοπροσωπίας των ψευδοπροσωπιών
    αιτιατική την ψευδοπροσωπία τις ψευδοπροσωπίες
     κλητική ψευδοπροσωπία ψευδοπροσωπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψευδοπροσωπία < πλαστός + πρόσωπο + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψευδοπροσωπία θηλυκό

  • το να παριστάνει κάποιος έναν άλλον είτε με φυσική, είτε με ψηφιακή παρουσία

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]