ψευδορκέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψευδορκέω < ψεύδορκος
Ρήμα[επεξεργασία]
ψευδορκέω -ψευδορκῶ
- ορκίζομαι ψέματα, λέω ψέματα ενώ ορκίζομαι πως λέω την αλήθεια