ψευστέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψευστέω < ψεύδω
Ρήμα[επεξεργασία]
ψευστέω-ιος
- τόν δέ δολοφρονέουσα προσηύδα πότνια Ἥρη: ‘ψευστήσεις, οὐδ᾽ αὖτε τέλος μύθῳ ἐπιθήσεις. (Όμηρος)