ψευτογιατρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψευτογιατρός οι ψευτογιατροί
      γενική του ψευτογιατρού των ψευτογιατρών
    αιτιατική τον ψευτογιατρό τους ψευτογιατρούς
     κλητική ψευτογιατρέ ψευτογιατροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψευτογιατρός < ψευτο- + γιατρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψευτογιατρός αρσενικό

  1. ο κακός γιατρός, αυτός που δεν ξέρει καλά τη δουλειά του, που ίσως δεν ασκεί κανονικά και συχνά το επάγγελμα και δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν γιατρός
  2. αυτός που αντιποιεί το επάγγελμα του γιατρού, που παριστάνει το γιατρό χωρίς να έχει το αντίστοιχο πτυχίο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]