ψευτοπλυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψευτοπλυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψευτοπλένω
Μετοχή[επεξεργασία]
ψευτοπλυμένος
- που δεν πλύθηκε καλά (άνθρωπος, ρούχο, αντικείμενο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψευτοπλυμένος
|