ψευτοπλυμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψευτοπλυμένος η ψευτοπλυμένη το ψευτοπλυμένο
      γενική του ψευτοπλυμένου της ψευτοπλυμένης του ψευτοπλυμένου
    αιτιατική τον ψευτοπλυμένο την ψευτοπλυμένη το ψευτοπλυμένο
     κλητική ψευτοπλυμένε ψευτοπλυμένη ψευτοπλυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψευτοπλυμένοι οι ψευτοπλυμένες τα ψευτοπλυμένα
      γενική των ψευτοπλυμένων των ψευτοπλυμένων των ψευτοπλυμένων
    αιτιατική τους ψευτοπλυμένους τις ψευτοπλυμένες τα ψευτοπλυμένα
     κλητική ψευτοπλυμένοι ψευτοπλυμένες ψευτοπλυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψευτοπλυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψευτοπλένω

Μετοχή[επεξεργασία]

ψευτοπλυμένος

  • που δεν πλύθηκε καλά (άνθρωπος, ρούχο, αντικείμενο)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]