Μετάβαση στο περιεχόμενο

ψεύτης

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψεύτης οι ψεύτες
      γενική του ψεύτη των ψευτών
    αιτιατική τον ψεύτη τους ψεύτες
     κλητική ψεύτη ψεύτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψεύτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψεύστης με αποβολή του φθόγγου [s] για απλοποίηση[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpse.ftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψεύτης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψεύτης αρσενικό, (θηλυκό ψεύτρα & ψευτρού)

Παροιμίες

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

με θέμα ψευδ-, ψευσ-  δείτε τη λέξη ψεύδομαι
με θέμα ψευτ-

και

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]