ψεύτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψεύτικος < ψεύτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpsɛf.ti.kɔs/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ˈpsɛf.ti.ki/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ˈpsɛf.ti.kɔ/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
ψεύτικος, -η, -ο
- που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα
- ≈ συνώνυμα: αναληθής, ανυπόστατος, ψευδής
- ≠ αντώνυμα: αληθής, αληθινός, πραγματικός
- ο προσποιητός
- που δεν υπάρχει από τη φύση, αλλά κατασκευάζεται ως απομίμηση ενός φυσικού αντικειμένου
- ο πλαστός
- που έχει μικρή αξία ή έχει κατασκευαστεί πρόχειρα
- που δημιουργεί προσδοκίες, αλλά, τελικά, απογοητεύει