ψεύτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψεύτρα οι ψεύτρες
      γενική της ψεύτρας
    αιτιατική την ψεύτρα τις ψεύτρες
     κλητική ψεύτρα ψεύτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψεύτρα < ψεύτης + κατάληξη θηλυκού -τρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpse.ftɾa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψεύτρα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]