ψηλά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /psiˈla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψη‐λά
- ομόηχο: ψιλά
Επίρρημα
[επεξεργασία]ψηλά (τοπικό επίρρημα)
- (τοπικά) σε μεγάλο ύψος
- ⮡ Το έβαλες πολύ ψηλά το βιβλίο και δεν το φτάνω, χρειάζομαι σκάλα.
- (για ήχους) σε υψηλή συχνότητα
- (μεταφορικά) σε υψηλή θέση
- ⮡ Αυτό το παιδί θα φτάσει πολύ ψηλά. (θα διακριθεί)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ψηλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ψηλό) του ψηλός