ψηλαρμενίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ψηλαρμενίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψηλαρμενίζω | ψηλαρμένιζα | θα ψηλαρμενίζω | να ψηλαρμενίζω | ψηλαρμενίζοντας | |
β' ενικ. | ψηλαρμενίζεις | ψηλαρμένιζες | θα ψηλαρμενίζεις | να ψηλαρμενίζεις | ψηλαρμένιζε | |
γ' ενικ. | ψηλαρμενίζει | ψηλαρμένιζε | θα ψηλαρμενίζει | να ψηλαρμενίζει | ||
α' πληθ. | ψηλαρμενίζουμε | ψηλαρμενίζαμε | θα ψηλαρμενίζουμε | να ψηλαρμενίζουμε | ||
β' πληθ. | ψηλαρμενίζετε | ψηλαρμενίζατε | θα ψηλαρμενίζετε | να ψηλαρμενίζετε | ψηλαρμενίζετε | |
γ' πληθ. | ψηλαρμενίζουν(ε) | ψηλαρμένιζαν ψηλαρμενίζαν(ε) |
θα ψηλαρμενίζουν(ε) | να ψηλαρμενίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψηλαρμένισα | θα ψηλαρμενίσω | να ψηλαρμενίσω | ψηλαρμενίσει | ||
β' ενικ. | ψηλαρμένισες | θα ψηλαρμενίσεις | να ψηλαρμενίσεις | ψηλαρμένισε | ||
γ' ενικ. | ψηλαρμένισε | θα ψηλαρμενίσει | να ψηλαρμενίσει | |||
α' πληθ. | ψηλαρμενίσαμε | θα ψηλαρμενίσουμε | να ψηλαρμενίσουμε | |||
β' πληθ. | ψηλαρμενίσατε | θα ψηλαρμενίσετε | να ψηλαρμενίσετε | ψηλαρμενίστε | ||
γ' πληθ. | ψηλαρμένισαν ψηλαρμενίσαν(ε) |
θα ψηλαρμενίσουν(ε) | να ψηλαρμενίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψηλαρμενίσει | είχα ψηλαρμενίσει | θα έχω ψηλαρμενίσει | να έχω ψηλαρμενίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψηλαρμενίσει | είχες ψηλαρμενίσει | θα έχεις ψηλαρμενίσει | να έχεις ψηλαρμενίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ψηλαρμενίσει | είχε ψηλαρμενίσει | θα έχει ψηλαρμενίσει | να έχει ψηλαρμενίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψηλαρμενίσει | είχαμε ψηλαρμενίσει | θα έχουμε ψηλαρμενίσει | να έχουμε ψηλαρμενίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψηλαρμενίσει | είχατε ψηλαρμενίσει | θα έχετε ψηλαρμενίσει | να έχετε ψηλαρμενίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψηλαρμενίσει | είχαν ψηλαρμενίσει | θα έχουν ψηλαρμενίσει | να έχουν ψηλαρμενίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψηλαρμενίζω
|