ψηλαρμενίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψηλαρμενίζω < ψηλά + αρμενίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ψηλαρμενίζω

  1. αρμενίζω ψηλά, πετώ ψηλά
  2. (μεταφορικά) κομπάζω, κομπορρημονώ, υπερηφανεύομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]