Μετάβαση στο περιεχόμενο

ψηλαφητί

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψηλαφητί < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ψηλαφητί

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ψηλαφητί



(Χρειάζεται έλεγχος για ελληνιστικό. Πηγή 5ος αιώνας w:el:Νείλος Αγκυρανός w:en:Nilus of Sinai στον Δημητράκο)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψηλαφητί < αρχαία ελληνική ψηλαφητ(ός) +
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: καθαρεύουσα: ψηλαφητί

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ψηλαφητί