ψηλαφητός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψηλαφητός < (ελληνιστική κοινή) < ψηλαφάω
Επίθετο
[επεξεργασία]ψηλαφητός, -ή, -ό
- που μπορούμε να τον ψηλαφίσουμε, να τον αντιληφθούμε ψηλαφώντας