ψηλαφητός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψηλαφητός < (ελληνιστική κοινή) ψηλαφητός < ψηλαφάω
Επίθετο[επεξεργασία]
ψηλαφητός, -ή, -ό
- που μπορούμε να τον ψηλαφίσουμε, να τον αντιληφθούμε ψηλαφώντας