ψηλός
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ψηλός | ψηλή | ψηλό |
γενική | ψηλού | ψηλής | ψηλού |
αιτιατική | ψηλό | ψηλή | ψηλό |
κλητική | ψηλέ | ψηλή | ψηλό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ψηλοί | ψηλές | ψηλά |
γενική | ψηλών | ψηλών | ψηλών |
αιτιατική | ψηλούς | ψηλές | ψηλά |
κλητική | ψηλοί | ψηλές | ψηλά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψηλός < μεσαιωνική ελληνική ψηλός < αρχαία ελληνική ὑψηλός < ὕψος
Προφορά[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ψηλός, -ή, -ό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ψηλοκρεμαστός
- Ψηλορείτης
- ψηλομύτης - ψηλομύτα
- ψηλόλιγνος
- ψηλόπλωρος
- ψηλόπρυμος
- ψηλοτάβανος
- ψηλοτάκουνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άνθρωπος ή ζώο με μεγάλο ανάστημα